Μια νέα επιστημονική μελέτη, έδειξε πως η χρόνια έκθεση στη ρύπανση του αέρα αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού, καθώς και των κατοπινών επιπλοκών του.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Σουν Γιατ-σεν ανέλυσαν στοιχεία για 318.752 ανθρώπους ηλικίας 40 έως 69 ετών, οι οποίοι ζούσαν στη Βρετανία και κανένας δεν είχε ιστορικό εγκεφαλικού στην αρχή της έρευνας.
Στη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, σχεδόν 6.000 άτομα έπαθαν εγκεφαλικό, 3.000 καρδιαγγειακή νόσο και 1.000 πέθαναν από διάφορες αιτίες.
Η μελέτη συσχέτισε την υγεία των ανθρώπων με τα επίπεδα ρύπανσης στην περιοχή της κατοικίας τους.
Διαπιστώθηκε ότι όσο αυξανόταν η έκθεση στη ρύπανση της ατμόσφαιρας, τόσο μεγάλωνε ο κίνδυνος εγκεφαλικού.
Για κάθε 5 έξτρα μg/m3 (μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα) μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 σε ετήσια βάση, η πιθανότητα εγκεφαλικού αύξανε κατά 24%. Τα σωματίδια αυτά, που έχουν διάμετρο έως δυόμισι εκατομμυριοστά του μέτρου και εισχωρούν στον οργανισμό, προέρχονται κυρίως από τις εξατμίσεις των οχημάτων.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά η μέση ετήσια έκθεση σε ΡΜ2,5 να μην υπερβαίνει τα 5μg/m3. Στη μελέτη όσοι έπαθαν εγκεφαλικό, είχαν εκτεθεί σε διπλάσια μέσα επίπεδα ΡΜ2,5 της τάξης των 10 μg/m3.
«Η έκθεση σε ΡΜ2,5 μπορεί να προκαλέσει συστημικό οξειδωτικό στρες, φλεγμονή, αθηροσκλήρωση και να αυξήσει έτσι τον κίνδυνο εγκεφαλικού», σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Χουαλιάνγκ Λιν.
Επίσης, η μελέτη βρήκε ότι για κάθε αύξηση κατά 5μg/m3 στη μέση ετήσια έκθεση ενός ανθρώπου σε διοξείδιο του αζώτου (προϊόν καύσης), υπήρχε αύξηση κατά 4% στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μετά το εγκεφαλικό. Πάντως δεν φάνηκε η ρύπανση να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ενός άμεσα θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας.