Η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται με λάθος τρόπο στο έντερο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία επώδυνων ελκών, φλεγμονής και διάρροιας.
Σύμφωνα με τον Τζέιμς Λι, γαστρεντερολόγο στο Ινστιτούτο Crick στο Λονδίνο, επικεφαλής νέας έρευνας, «αυτές οι παθήσεις συνήθως προσβάλλουν νέους ανθρώπους σε μια εποχή που προσπαθούν να τελειώσουν τις σπουδές τους, να κάνουν σχέσεις, και οι επιπτώσεις μπορεί να είναι καταστροφικές».
«Ένας από τους λόγους που κάναμε αυτή τη μελέτη είναι επειδή υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που έχουν σημαντική βλάβη στο έντερο κατά τη στιγμή της διάγνωσης», ανέφερε.
Οι επιστήμονες εξέτασαν τους ιατρικούς φακέλους ασθενών με φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου που διαγνώστηκαν μεταξύ 2008 και 2018 στη Δανία. Εξέτασαν λεπτομερώς τις εξετάσεις αίματος που πραγματοποιήθηκαν σε 20.000 άτομα με νόσο του Crohn και ελκώδη κολίτιδα κατά τα 10 έτη πριν από τη διάγνωσή τους, συγκρίνοντάς τα με άλλα 4,6 εκατομμύρια άτομα που δεν έπασχαν από αυτές τις παθήσεις.
Διαπίστωσαν ότι η νόσος του Crohn μπορεί να ανιχνευθεί σε εξετάσεις αίματος έως και οκτώ χρόνια πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων και έως και τρία χρόνια πριν από τη διάγνωση της ελκώδους κολίτιδας.
Η ανακάλυψη υποδηλώνει ότι τα πρώιμα στάδια των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου μπορεί να ξεκινούν πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες. Αυτό το εύρημα μπορεί τελικά να επιτρέψει στους γιατρούς να παρέμβουν πριν προκληθεί σοβαρή βλάβη.
Τα αποτελέσματά τους εντόπισαν ανεπαίσθητες αλλαγές σε διάφορα μέταλλα, κύτταρα του αίματος και πρωτεΐνες που σχετίζονται με τη φλεγμονή έως και οκτώ χρόνια πριν από τη διάγνωση της νόσου του Crohn και τρία χρόνια για την ελκώδη κολίτιδα.
«Αυτό δείχνει ότι οι ασθένειες αυτές εκδηλώνονται πολύ νωρίτερα από ό,τι νομίζαμε, γεγονός που θα μπορούσε να μας δώσει ένα τεράστιο περιθώριο να παρέμβουμε με αλλαγές στον τρόπο ζωής ή με αποτελεσματικές θεραπείες πολύ, πολύ νωρίτερα», δήλωσε ο Λι.
Οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές δεν θα είχαν επισημανθεί μεμονωμένα επειδή ήταν εντός των φυσιολογικών ορίων. Το μοτίβο εντοπίστηκε χάρη σε έναν αλγόριθμο ο οποίος εκπαιδεύτηκε σε ένα τεράστιο σύνολο δεδομένων από αρχεία ασθενών. Το επόμενο βήμα για τους ερευνητές είναι να βελτιώσουν περαιτέρω τον αλγόριθμο ώστε να εντοπίζει καλύτερα τους ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης των δυο παθήσεων.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Cell Reports Medicine.