Σε πολύ καλή κατάσταση νοσηλεύεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών η 65χρονη γυναίκα που διαγνώστηκε με τη νόσο Χάνσεν, ευρέως γνωστή ως λέπρα.
Η υγεία της εξελίσσεται ομαλά με τη θεραπευτική ομάδα της Πανεπιστημιακής Δερματολογικής Κλινικής στο Ρίο, να έχει λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης.
Βέβαια, το κλίμα που έχει δημιουργήσει στην κοινωνία η πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται να επηρεάζει και τη στάση της κοινωνίας για κάθε λοιμώδες νόσημα που καταγράφεται ακόμα και αν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό.
«Η ασθενής ήρθε στην κλινική μας με εκτεταμένες δερματικές βλάβες. Αμεσα σε συνεργασία με την Επιτροπή Λοιμωξιολόγων του νοσοκομείου μας, τους οφθαλμιάτρους, τους παθολογοανατόμους, τους μικροβιολόγους καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τη νόσο Χάνσεν. Ωστόσο, στείλαμε δείγματα στο Αττικόν για επιβεβαίωση απ’ όπου πράγματι μας ήρθε θετική απάντηση», δήλωσε στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» η καθηγήτρια και διευθύντρια της Δερματολογικής Κλινικής του ΠΓΝΠ, Σοφία Γεωργίου.
Η ίδια εξήγησε ότι «άμεσα ξεκινήσαμε τη θεραπεία της και λάβαμε όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την απομόνωση του περιστατικού. Ολα δείχνουν ότι η πορεία της εξελίσσεται ομαλά. Η νόσος αυτή είναι μεταδοτική, αλλά η επώασή της μπορεί να διαρκέσει ακόμα και 10 χρόνια».
Η συγκεκριμένη νόσος δεν έχει εξαφανιστεί. Σύμφωνα με πληροφορίες, τον Ιούλιο του 2011 είχαν νοσηλευτεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, τέσσερα περιστατικά από την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Δεν είναι πάντως από τα περιστατικά που ανησυχούν την ιατρική κοινότητα, καθώς σποραδικά καταγράφονται περιστατικά τα οποία αντιμετωπίζονται πλήρως.
Πρόκειται για μια χρόνια βακτηριδιακή ασθένεια, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στον οργανισμό και να προσβάλλει εσωτερικά όργανα.
Το βασικό σύμπτωμα είναι οι εκτεταμένες βλάβες στο δέρμα. Συνήθως, ξεκινάει από μία κόκκινη κηλίδα, η οποία απλώνεται και προκαλεί τη ξηρότητα του δέρματος.
Επίσης, στα συμπτώματα που περιγράφονται είναι οι παραμορφώσεις στα χέρια και στα πόδια, η αιμορραγία και συμφόρηση της μύτης, η απώλεια τριχών στα φρύδια, στα βλέφαρα και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και τύφλωση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η δυνατότητα του ασθενή να μεταδίδει τη νόσο σε άλλους, χάνεται σε μερικές ημέρες έως μερικούς μήνες από την έναρξη της θεραπείας.