Οι άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη, έχουν πολύ υψηλές τιμές σακχάρου στο αίμα.
Εάν η κατάσταση αυτή δεν αντιμετωπιστεί, είναι πολύ πιθανό να προκληθούν βλάβες στα επιμέρους όργανα και συστήματα του σώματος και κατ’ επέκταση να εκδηλωθούν προβλήματα υγείας.
Πώς κρίνουμε όμως αν τα επίπεδα του σακχάρου έχουν ξεπεράσει το φυσιολογικό;
Φυσιολογικό θεωρείται το σάκχαρο που δεν ξεπερνά τα 100 mg/dL –μετράμε όταν δεν έχουμε φάει για 8 τουλάχιστον ώρες, γι’ αυτό και η μέτρηση ονομάζεται γλυκόζη ή σάκχαρο νηστείας. Φυσιολογικό θεωρείται επίσης το σάκχαρο που δεν ξεπερνά τα 140 mg/dL 2 ώρες μετά το φαγητό.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα επίπεδα του σακχάρου είναι συνήθως πιο χαμηλά αμέσως πριν φάμε. Στα άτομα που δεν πάσχουν από το διαβήτη, τα επίπεδα του σακχάρου πριν τη συνήθη ώρα ενός γεύματος είναι 70-80 mg/dL. Για άλλους, βέβαια, η μέση τιμή μπορεί να είναι χαμηλότερη (60 mg/dL) και για άλλους υψηλότερη (90 mg/dL).
Πότε τα επίπεδα του σακχάρου θεωρούνται πολύ χαμηλά;
Η χαμηλότερη δυνατή τιμή σακχάρου ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σε αρκετούς ανθρώπους το σάκχαρο δεν πέφτει ποτέ κάτω από τα 60 mg/dL, ακόμη και μετά από πολλές ώρες χωρίς φαγητό. Όταν κάνουμε δίαιτα ή έχουμε πολλές ώρες να φάμε, το συκώτι διατηρεί τα επίπεδα του σακχάρου μέσα στα όρια του φυσιολογικού μετατρέποντας το συσσωρευμένο λίπος και τη μυϊκή μάζα σε γλυκόζη.