Οι άνθρωποι που συνεχώς αναβάλλουν αυτό που πρέπει να κάνουν, είναι πιθανότερο να πάσχουν από αϋπνία, σύμφωνα με μια νέα ισραηλινή επιστημονική έρευνα. Είναι η πρώτη μελέτη που συνδέει άμεσα την αναβλητικότητα με την αϋπνία, αν και δεν αποδεικνύει ότι η πρώτη προκαλεί τη δεύτερη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την ειδική σε θέματα ύπνου Ιλάνα Χέαρστον του Ακαδημαϊκού Κολλεγίου του Τελ Αβίβ και του Τμήματος Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχολογίας «Personality and Individual Differences» ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 600 ανθρώπους, συσχετίζοντας τον βαθμό αναβλητικότητας που διέκρινε τον καθένα, με τα τυχόν προβλήματα ύπνου του.
Διαπιστώθηκε ότι όσο πιο αναβλητικός είναι κανείς, τόσο πιθανότερο είναι να μην κοιμάται καλά. Οι λεγόμενοι «πρωινοί τύποι», που πάνε νωρίς στο κρεβάτι και ξυπνάνε νωρίς, είναι λιγότερο αναβλητικοί και έχουν μικρότερη αϋπνία, σε σχέση με τους «βραδινούς τύπους», που πέφτουν αργά στο κρεβάτι και επίσης ξυπνάνε πιο αργά.
Δεν είναι σαφές με ποιο τρόπο η αναβλητικότητα σχετίζεται με την αϋπνία, αλλά, σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο περισσότερο ανησυχεί κανείς, όταν πέφτει στο κρεβάτι, γι’ αυτά που θα έπρεπε να κάνει αλλά ανέβαλε, τόσο πιο δύσκολα τον πιάνει ο ύπνος.
Η έρευνα διαπίστωσε, επίσης, ότι οι πρωινοί τύποι είναι πιο ευσυνείδητοι, πιο συναισθηματικά σταθεροί και κοινωνικά αποδεκτοί, ενώ οι βραδυνοί τύποι πιο νευρωτικοί, λιγότερο αυτοπειθαρχημένοι, αλλά και πιο καινοτόμοι. Όσο πιο δύσκολα προγραμματίζει κανείς τη ζωή του, τόσο μεγαλύτερη αναβλητικότητα και αϋπνία έχει, κατά τους ερευνητές.
Η μελέτη επισημαίνει ότι μπορεί να ισχύει όμως και το αντίστροφο: τα προβλήματα ύπνου να εμποδίζουν κάποιον να λειτουργεί σωστά και έτσι να γίνεται αναβλητικός. Οι ερευνητές προτίθενται να μελετήσουν περαιτέρω το ζήτημα.