Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές αρχές του Ιράκ, καθώς μέχρι στιγμής έχουν πεθάνει τουλάχιστον 12 άνθρωποι εξαιτίας του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας – Κονγκό.
Οι υγειονομικές αρχές του Ιράκ προσπαθούν να περιορίσουν την εξάπλωση του αιμορραγικού πυρετού, η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο από μολυσμένα ζώα, ιδίως βοοειδή.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η μετάδοση του ιού που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό γίνεται «είτε μέσω τσιμπημάτων τσιμπουριών, ή μέσω της επαφής με το αίμα ή τους ιστούς μολυσμένων ζώων, κατά τη διάρκεια της σφαγής τους ή αμέσως μετά».
«Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων του αιμορραγικού πυρετού είναι 55» εκ των οποίων τα 12 ήταν θανατηφόρα, ενημέρωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο εκπρόσωπος του ιρακινού υπουργείου Υγείας, ο Σάιφ αλ Μπαντρ.
Τα περισσότερα κρούσματα (29) και οι μισοί θάνατοι (6) έχουν καταγραφεί στη Ντι Καρ, φτωχή επαρχία όπου κάτοικοι εκτρέφουν βοοειδή, πρόβατα, κατσίκια και βουβάλια, ζώα που είναι δυνητικοί ξενιστές του ιού που προκαλεί τον αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό.
Προηγούμενος επίσημος απολογισμός, που ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή, έκανε λόγο για 40 κρούσματα, εκ των οποίων οκτώ θανατηφόρα, σε όλη τη χώρα.
«Δεν έχουμε φθάσει στο στάδιο της επιδημίας», καθησύχασε εκ νέου την Τρίτη ο Μπαντρ σε δηλώσεις του στο Γαλλικό Πρακτορείο, αναγνωρίζοντας πάντως, όπως και την περασμένη εβδομάδα, ότι οι μολύνσεις είναι όντως «περισσότερες από την περασμένη χρονιά».
«Οι διαδικασίες που υιοθετούνται από τις διάφορες αρμόδιες αρχές δεν ανέρχονται στο ύψος των περιστάσεων, ειδικά σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των σφαγείων ζώων», παραδέχθηκε.
Στο στόχαστρο των αρχών έχουν μπει σφαγεία που δεν τηρούν τα πρωτόκολλα υγιεινής. Οι αρχές σε αρκετές επαρχίες απαγόρευσαν κάθε μεταφορά βοοειδών και ξεκίνησαν εκστρατείες απολύμανσης αιγοπροβάτων και άλλων εκτρεφόμενων ζώων.
Τις τελευταίες ημέρες επαρχίες ανακοινώνουν η μια μετά την άλλη τον εντοπισμό των πρώτων κρουσμάτων, όπως η Νατζάφ (κεντρικά) τη Δευτέρα, προηγουμένως η Νινευή (βόρεια) και το Κιρκούκ (βόρεια της Βαγδάτης).
Κατά το υπουργείο Υγείας, οι περισσότεροι άνθρωποι που μολύνθηκαν είναι «κτηνοτρόφοι ή εργαζόμενοι σε σφαγεία» ζώων.
Ο ιός έχει υψηλή θνητότητα, που κυμαίνεται από το 10 ως ακόμη και το 40% των κρουσμάτων. Μεταξύ ανθρώπων, η μετάδοση της ασθένειας μπορεί να γίνει μέσω της «άμεσης επαφής με το αίμα, τα περιττώματα, τα εκκρινόμενα υγρά ή τα όργανα αυτών που έχουν μολυνθεί», σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.