Μια οδυνηρή ιστορία προέκυψε για την Βρετανίδα μητέρα, Danielle Sheehan, της οποίας η επιδίωξη μιας αισθητικής επέμβασης στο στήθος, μετατράπηκε σε μια εφιαλτική δοκιμασία για την υγεία της.
Μάλιστα, όπως η ίδια είχε αναφέρει: «Ένιωθα πως πέθαινα αργά και βασανιστικά».
Ειδικότερα, σε ηλικία 19 ετών, η Danielle αποφάσισε να υποβληθεί σε αυξητική στήθους, λαμβάνοντας εμφυτεύματα μεγέθους DD, αφού κέρδισε ένα βραβείο ομορφιάς αξίας 6.000 δολαρίων το 2010.
Ως νεαρό μοντέλο με στόχο να προωθήσει την καριέρα της, πίστευε ότι το μεγαλύτερο στήθος θα ήταν ευεργετικό.
Ωστόσο, λίγο μετά την επέμβαση, η ζωή της Danielle πήρε μια ανησυχητική τροπή. Άρχισε να εμφανίζει εξάρσεις εκζέματος, τις οποίες οι γιατροί απέδωσαν αρχικά στο άγχος.
Παρά τις διάφορες θεραπείες, η δερματική πάθηση επέμενε, και με την πάροδο του χρόνου αντιμετώπισε πιο σοβαρά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένης της αραίωσης των μαλλιών.
Αφού γέννησε το μωρό της, η υγεία της επιδεινώθηκε περαιτέρω, με αποκορύφωμα την τρομακτική απώλεια της όρασης που την οδήγησε να ζητήσει ιατρική βοήθεια στα επείγοντα περιστατικά.
Σε εκείνο το σημείο, η Danielle πείστηκε ότι τα εμφυτεύματα στήθους της ήταν η βασική αιτία των προβλημάτων υγείας της.
Εμπιστευόμενη το ένστικτό της, πήρε τη δύσκολη απόφαση να πουλήσει το αυτοκίνητό της για να χρηματοδοτήσει τη χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης των εμφυτευμάτων.
Προς τεράστια ανακούφισή της, μετά την επέμβαση, όλες οι παθήσεις της εξαφανίστηκαν ως εκ θαύματος.
Η Danielle πιστεύει ότι έπασχε από μια πάθηση γνωστή ως Breast Implant Illness (BII). Αν και πρόκειται για έναν αναδυόμενο τομέα μελέτης, η Cleveland Clinic αναγνωρίζει ότι τα συμπτώματα της BII μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο.
Η πάθηση έχει συνδεθεί με περισσότερα από 50 συμπτώματα που επηρεάζουν το μυοσκελετικό σύστημα, τη γνωστική λειτουργία και τη συνολική υγεία.
Παρόλο που η ευαισθητοποίηση σχετικά με τη ΒΙΙ αυξάνεται, παραμένει ένας πολύπλοκος και σχετικά ανεπαρκώς διερευνημένος τομέας στην ιατρική κοινότητα.
Η βρετανική κυβέρνηση αποκάλυψε ότι οι εμπειρογνώμονες γνώριζαν ήδη τη ΒΙΙ και ερευνούσαν ενεργά την κατάσταση τον Ιανουάριο του 2020.